- μουστακαλής
- οαυτός που έχει μεγάλο ή παχύ μουστάκι: Τον άρπαξε από το γιακά ένας μουστακαλής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουστακαλής — ο αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκα + κατάλ. λής (πρβλ. παρα λής)] … Dictionary of Greek
κλανομουστάκης — κλανομουστάκης, ὁ (Μ) (σκωπτικά) μουστακαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάνω + μουστάκι] … Dictionary of Greek
μουστάκης — μουστάκης, ὁ (Μ) μουστακαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι(ν) + κατάλ. ης] … Dictionary of Greek
μουστακάς — ο ο μουστακαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + κατάλ. άς] … Dictionary of Greek
πάνουρος — ο ζωολ. γένος μικρών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας muscicapidae, με κόκκινα φτερά και σταχτογάλαζη κεφαλή διακοσμημένη στα πλάγια με ένα ζεύγος μαύρα μουστάκια, που ζουν στην Ευρώπη, κν. μουστακαλής … Dictionary of Greek